βροντοκοπώ

βροντοκοπώ
(α)
1) см. βροντοβολω; 2) громко стучать, грохотать; 3) грохнуться; 4) избивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "βροντοκοπώ" в других словарях:

  • βροντοκοπώ — 1. παράγω ισχυρό και συνεχή κρότο 2. δέρνω επί πολλήν ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντή + κοπώ* (πρβλ. γλεντοκοπώ, ιδροκοπώ, μεθοκοπώ κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ιάκ. Ρίζο Νερουλό] …   Dictionary of Greek

  • βροντοκοπώ — ησα 1. προκαλώ κρότο χτυπώντας κάτι: Κάποιος βροντοκοπά την πόρτα. 2. πέφτω από ψηλά με βρόντο: Βροντοκόπησε από το μπαλκόνι. 3. δέρνω κάποιον αλύπητα: Κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε βροντοκοπήσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

  • βροντοκόπημα — το συνεχές και ισχυρό χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντοκοπώ. Η λ. στον πληθ. (βροντοκοπήματα, τα) μαρτυρείται από το 1812 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • βροντοκοπάω — (σπάν. βροντοκοπώ), βροντοκόπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»